ακακοφόρμιστος

ακακοφόρμιστος
η , ο невоспалённый (о ране, укусе и т. п.)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "ακακοφόρμιστος" в других словарях:

  • ακακοφόρμιστος — η, ο [κακοφορμίζω] (για τραύματα) αυτός που δεν κακοφόρμισε, που δεν πρήστηκε ή δεν μολύνθηκε …   Dictionary of Greek

  • ακακοφόρμιστος — η, ο αυτός που δεν κακοφόρμισε, δεν ερεθίστηκε: Ευτυχώς που το τραύμα του έμεινε ακακοφόρμιστο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»