- ακακοφόρμιστος
- η , ο невоспалённый (о ране, укусе и т. п.)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ακακοφόρμιστος — η, ο [κακοφορμίζω] (για τραύματα) αυτός που δεν κακοφόρμισε, που δεν πρήστηκε ή δεν μολύνθηκε … Dictionary of Greek
ακακοφόρμιστος — η, ο αυτός που δεν κακοφόρμισε, δεν ερεθίστηκε: Ευτυχώς που το τραύμα του έμεινε ακακοφόρμιστο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)